Επιτυχία = Ικανότητα + Προετοιμασία + Προσπάθεια + Επιθυμία
Ικανότητα. Ο καθένας έχει την ικανότητα, αλλά δεν κατανέμεται εξίσου ή προβλέψιμα. Αυτό ισχύει και για τους προπονητές, καθώς και τους αθλητές. Συχνά η ικανότητα είναι ένα δώρο εκ γενετής, αλλά αυτό δεν εγγυάται την επιτυχία. Η πρόκληση είναι να μην έχουν την ικανότητα, αλλά να αναπτύξουν και να χρησιμοποιήσουν τη δυνατότητα που δίνεται.
Προετοιμασία. Έχουμε αποκτήσει μεγαλύτερη χρήση των δυνατοτήτων μας, επενδύοντας στο πλαίσιο της προετοιμασίας. Μόνο μέσα από την επίμονη και σταθερή διαδικασία προετοιμασίας μπορεί το ακατέργαστο ταλέντο να μετατραπεί σε μεγαλύτερη ικανότητα. Στον αθλητισμό, η προετοιμασία αυτή λέγεται προπόνηση. Μέσα από την κατάλληλη προπόνηση, οι αθλητές γίνονται πιο γρήγοροι, πιο ισχυροί, πιο εξειδικευμένοι, με γνώση, με αυτοπεποίθηση και διανοητικά ανθεκτικοί. Ωστόσο, αν και η ανάπτυξη μεγαλύτερης ικανότητας είναι σημαντική, δεν είναι αυτόματα εγγύηση επιτυχίας.
Προσπάθεια. Η ανεπτυγμένη ικανότητα αποκτά αξία όταν εκφράζεται μέσα από την πρόκληση του αγώνα. Η έκφραση αυτή επιτυγχάνεται όταν η σωματική και πνευματική προσπάθεια «χρησιμοποιήσει» κάθε στοιχείο της ικανότητας ενός ατόμου. Παρόλα αυτά, οι αθλητές βρίσκονται συχνά, όσο πλησιάζει το τέλος του αγώνα, κοντά στην εξάντληση, έχοντας δώσει ό,τι έχουν, αλλά χρειάζεται να βρούνε ακόμη περισσότερα. Στον αθλητισμό, αυτό ονομάζεται … κρίσιμη στιγμή!
Επιθυμία. Η «κρίσιμη στιγμή» είναι πραγματικότητα, τόσο στον αθλητισμό όσο και τη ζωή. Είναι εκείνη η στιγμή όταν ένα άτομο σκέφτεται ότι τα έχει δώσει όλα. Πολλοί αγώνες κερδίζονται ή χάνονται σε αυτή τη στιγμή. Μερικοί αθλητές είναι σε θέση να αντλήσουν από μια εσωτερική δύναμη περισσότερη προσπάθεια από ό,τι ξέρουν και οι ίδιοι ότι έχουν. Αυτή είναι η χρήση της «θέλησης» ενός ατόμου, η δυνατότητα να αντλήσει στοιχεία από την προσωπική του «δεξαμενή» όποτε απαιτείται.
Όταν οι αθλητές και οι ομάδες προπονούνται σκληρά για να αναπτύξουν την ικανότητά τους, δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους και δείχνουν την επιθυμία να πιέσουν τον εαυτό τους πέρα από τα όριά τους, είναι επιτυχημένοι. Συχνά, οι προπονητές και οι αθλητές δεν βιώνουν τη χαρά και την ικανοποίηση της επιτυχίας, επειδή εστιάζουν μόνο στο αποτέλεσμα.
Πιο συχνά, οι προπονητές και οι αθλητές αποτυγχάνουν να κερδίσουν, επειδή πρώτα αποτυγχάνουν να γίνουν επιτυχημένοι!
Μάθετε ΠερισσότεραΠώς διαχειρίζομαι την απογοήτευση της «αποτυχίας» στον αγώνα;
Αν υπάρχει μία βεβαιότητα στον αθλητισμό, είναι ότι ο καθένας, ανεξάρτητα από το πόσο καλός είναι, κάποια στιγμή θα βιώσει την αποτυχία και την απογοήτευση. Το σημαντικό ερώτημα είναι, πώς θα ανταποκριθεί σε μια πιθανή αποτυχία;
Ο Michael Jordan (ο μεγαλύτερος αθλητής του μπάσκετ όλων των εποχών), έχει δηλώσει: «Έχω χάσει πάνω από 9000 βολές στην καριέρα μου. Έχω χάσει σχεδόν 300 παιχνίδια. 26 φορές, μου έχουν εμπιστευθεί το τελευταίο σουτ, ώστε να κερδίσουμε το παιχνίδι, και το έχασα. Έχω αποτύχει ξανά και ξανά και ξανά στη ζωή μου. Και αυτός είναι ο λόγος που πέτυχα!».
Το σημείο κλειδί στη διαχείριση της απογοήτευσης είναι να καλλιεργήσει ο αθλητής μια «μετρημένη αισιοδοξία», ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει την οποιαδήποτε αποτυχία και θα του επιτρέψει να είναι πιο ανθεκτικός.
Περιγράφονται τρεις τρόποι με τους οποίους μπορεί κάποιος να διαχειριστεί την αποτυχία:
Καταμερισμός ευθύνης
Η αποτυχία είναι μια κατάσταση που εγείρει στεναχώρια, δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα. Ο συναισθηματικός πόνος οδηγεί το άτομο στο να σταματήσει να σκέφτεται με τη λογική. Στο σημείο της ανάληψης της ευθύνης για την αποτυχία, υπάρχουν δύο μεγάλες «παγίδες». Η πρώτη αναφέρεται στη λήψη υπερβολικής ευθύνης για το αποτέλεσμα: «Είμαι απελπισμένος, δεν έκανα τίποτα σωστό, δεν είμαι αρκετά ικανός, φταίω για όλα» και αρκετές άλλες εκφράσεις που περιγράφουν την απαξίωση του εαυτού. Ωστόσο, η προσπάθεια απαξίωσης του εαυτού δεν βοηθά τον αθλητή να ανακάμψει. Η δεύτερη «παγίδα» είναι να ληφθεί ελάχιστη ευθύνη, όπου περιγράφεται μια κατάσταση στην οποία φταίνε όλοι εκτός από τον ίδιο τον αθλητή: «Ήταν ο άνεμος, ήταν σφάλμα του προπονητή μου, ήμουν άτυχος ….».
Οι υψηλού επιπέδου αθλητές είναι πολύ ειλικρινείς με τον εαυτό τους στον καταλογισμό της ευθύνης και έχουν αναπτύξει υψηλή συνειδητότητα για την ανάλυση της απόδοσής τους. Γνωρίζουν τι μπορούν να ελέγξουν και που θα αναζητήσουν την βελτίωση της απόδοσής τους. Εξάλλου «ο καλός είναι εκείνος που καταλαβαίνει τα λάθη του και μπορεί να τα διορθώσει πιο γρήγορα από τους άλλους». Είναι πολύ σαφείς και ξεκάθαροι για τα πράγματα που μπορούν οι ίδιοι να ελέγξουν και να επηρεάσουν, και για όσα δεν μπορούν. Έτσι δεν θα κατηγορήσουν τον άνεμο ή τις καιρικές συνθήκες – αλλά θα εξετάσουν πόσο καλά προετοιμασμένοι ήταν για κακές καιρικές συνθήκες και θα αναλύσουν την τακτική τους για την αντιμετώπισή τους. Λαμβάνοντας την ανάλογη ευθύνη σημαίνει ότι θα μάθουν από μια κακή απόδοση και θα «εξοπλιστούν» καλύτερα για τον επόμενο αγώνα. Στην πορεία για την αναζήτηση του ιδανικού εαυτού του, ο κάθε αθλητής καλείται να γνωρίζει τα τρωτά του σημεία και να τα διορθώνει, καλείται να γνωρίζει ότι λαμβάνει την ευθύνη που του αναλογεί για να καρπώνεται και την επιτυχία που του αναλογεί!
Δείτε τη μεγάλη εικόνα!
Όταν ο αθλητής έχει απογοητευθεί καθώς δεν μπορεί να αφήσει πίσω μια κακή απόδοση ρίχνει μια μεγάλη σκιά στο μέλλον. Αυτό οδηγεί στο να νιώθει αβοήθητος και χωρίς κίνητρο, γιατί φαίνεται σαν να μην υπάρχει ελπίδα αλλαγής της κατάστασης. Εισέρχεται σε μια κατάσταση που ονομάζεται «μαθημένη αβοηθητότητα», από την οποία φαίνεται να υπάρχει τρόπος διαφυγής, σύμφωνα με τον αθλητή. Αναφέρεται ότι «όταν τελειώνει ένας αγώνας, αρχίζει ο επόμενος», ώστε να τονιστεί η σημασία του να διαπραγματευτεί ο αθλητής με επάρκεια την πιθανή αποτυχία του, με σκοπό να μην επηρεάσει και την μελλοντική του απόδοση. Οι αισιόδοξοι αθλητές είναι περισσότερο αποτελεσματικοί στην αντιμετώπιση καταστάσεων απογοήτευσης, θεωρώντας ότι «αύριο είναι μια άλλη μέρα». Εστιάζουν την συγκέντρωση και εναποθέτουν την ενέργειά τους στην προετοιμασία για τον επόμενο αγώνα, αντί να βυθίζονται στην απομόνωση και τον οίκτο για τον εαυτό τους για έναν αγώνα που έχει μόλις τελειώσει! Έτσι, λαμβάνουν ό,τι χρήσιμο από έναν κακό αγώνα, τον αφήνουν στο παρελθόν και προετοιμάζονται για το μέλλον. Ο Άτο Μπόλτον, κορυφαίος αθλητής της δεκαετίας του ’90 στα 100 μέτρα στο στίβο, είχε δηλώσει για το αποτέλεσμα ενός αγώνα: «όταν χάνεις, το καλό είναι ότι η επόμενη ημέρα είναι μια άλλη ημέρα και όλα ξεκινούν από το μηδέν. Όταν κερδίζεις, το κακό είναι ότι η επόμενη ημέρα είναι μια άλλη ημέρα και όλα ξεκινούν από το μηδέν!»
Κρατήστε την επίδραση του αποτελέσματος σε περιορισμό!
Ο αθλητισμός είναι πολύ σημαντικός για όσους συμμετέχουν σ΄ αυτόν, είναι ένα μέρος της ζωής τους. Ωστόσο δεν είναι το μόνο! Ο αθλητισμός αναφέρεται ως «το σημαντικότερο δευτερεύον πράγμα στη ζωή», θέλοντας να τονιστεί η αξία της προσωπικής ευημερίας, των σημαντικών ανθρώπων στη ζωή ενός ατόμου, η ίδια η κατάσταση της υγείας του. Όταν ο αθλητής αφήνει το αποτέλεσμα να επηρεάσει και τα υπόλοιπα κομμάτια της ζωής του, τότε μοιραία η απογοήτευση θα κρατήσει πολύ περισσότερο και θα του δημιουργήσει προβλήματα και στην υπόλοιπή του ζωή.
Το πραγματικό και μόνιμο όφελος από τον αθλητισμό και την συμμετοχή σε αγώνες ίσως δεν βρίσκεται στους καταλόγους των μεταλλίων ή το αποτέλεσμα του κάθε αγώνα. Προέρχεται από ό, τι μαθαίνει κανείς για τον εαυτό του και πώς μπορεί να εφαρμόσει τα διδάγματα αυτά μέσα στην καθημερινή του δραστηριότητα. Η αποτυχία είναι πιο αποτελεσματικός δάσκαλος από ό, τι η επιτυχία – αλλά είναι ωφέλιμο να παίρνει ο καθένας μηνύματα και από τις δυο καταστάσεις!
Μάθετε ΠερισσότεραΜην κατηγορείτε τους γονείς των αθλητών, εκπαιδεύστε τους!
Ο ρόλος των γονέων στον αθλητισμό αποτελεί κομβικό στοιχείο για την μετέπειτα εξέλιξη των παιδιών. Καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό το πόση υποστήριξη θα έχει ένας αθλητής συναισθηματικά, πόσο συνεργάσιμος και δεκτικός θα είναι απέναντι στον προπονητή του, πόση προσπάθεια θα καταβάλλει σε κάθε περίπτωση για την καλύτερη δυνατή απόδοσή του. Είναι ο γονέας, που σαν ο πρώτος «εκπαιδευτικός» στη ζωή του παιδιού, θα του διδάξει τις έννοιες της υπευθυνότητας, της συνέπειας, του σεβασμού στους γύρω του, της θετικής στάσης προς «τρίτους», θα δημιουργήσει τη βάση για να αναπτυχθεί η αυτοεκτίμηση του παιδιού, πάνω στην οποία θα δομήσει την αυτοπεποίθησή του, ακόμη και στον αθλητισμό. Όλα τα στοιχεία που παρέχονται στο παιδί, είναι ό,τι θα ζητούσε και ο προπονητής του, δουλεύοντας με νεαρούς αθλητές.
Η σημασία του γονέα καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι 3 στα 10 παιδιά εμπλέκονται στον αθλητισμό λόγω των γονέων τους, οι οποίοι «ασκούν επίδραση» και στην επιλογή του αθλήματος των παιδιών. Το 32% των παιδιών υποκινείται από την επιθυμία των γονιών του να συμμετάσχουν σε ένα συγκεκριμένο σπορ, δείχνουν οι έρευνες.
Την ίδια στιγμή, ένα ποσοστό μεταξύ 65-75% των παιδιών που κάνουν αθλητισμό, δηλώνει ότι έχουν υπάρξει στιγμές στις οποίες έχει βιώσει πίεση από τους γονείς. Πίεση για την επιτυχία, προσδοκία για βελτίωση, απαίτηση για νίκη. Στην περίπτωση αυτή «αναπτύσσουν», χωρίς να το θέλουν, άγχος στους αθλητές. Όπως θα δημιουργήσουν ανάλογα θέματα εμπλεκόμενοι στην προπόνηση, παρέχοντας οδηγίες για τον αγώνα, κάνοντας αμέτρητες αναλύσεις για τον αγώνα που το παιδί δεν πήγε «καλά», «ζητώντας το λόγο» από τον προπονητή για τη μη εξέλιξη του παιδιού, διαπληκτιζόμενοι με άλλους γονείς και όντες πάντα ένα βήμα μπροστά από το παιδί προσπαθώντας να του παρέχουν τα πάντα, σαμποτάροντας την αυτονομία του.
Τελικά οι γονείς είναι πρόβλημα, λέει ο προπονητής και το δηλώνουν και ορισμένα αποτελέσματα των ερευνών.
Όσο αρνητικά μπορούν να επιδράσουν στην εξέλιξη του παιδιού, άλλο τόσο και ίσως περισσότερο θα μπορούσαν να αποτελέσουν τον ιδανικό σύμμαχο στην προσπάθεια ανάπτυξης του αθλητή. Κατηγορούνται για τη στάση τους και τη γενικότερη συμπεριφορά τους, χαρακτηρίζονται ως υπερεμπλεκόμενοι ή υπερπροστατευτικοί. Πιθανόν να μην είναι «σωστοί».
Τους εκπαίδευσε, ωστόσο, ποτέ κανείς; Τους ενημέρωσε ποτέ κανείς για το ποιά είναι εν τέλει η «ενδεδειγμένη» στάση στον αθλητισμό; Εισήλθαν σε ένα χώρο με πολλές απαιτήσεις, ξοδεύοντας αρκετό προσωπικό χρόνο και ανάλογο χρήμα, μη γνωρίζοντας «τι πρέπει να κάνω όταν τελειώνει ο αγώνας και το παιδί είναι στεναχωρημένο;». Την ίδια στιγμή οι έρευνες δείχνουν ότι οι γονείς «ξοδεύουν»/επενδύουν το 3-12% του ετήσιου εισοδήματός στον άθληση του παιδιού!
Να βλέπω προπόνηση; Να πηγαίνω στους αγώνες; Να απαντάω αν με ρωτάει «πως με είδες;» Να μιλάω στον προπονητή; Να τον ρωτάω για την προπόνηση και τον αγώνα; Είναι ορισμένα από τα ερωτήματα των γονέων. Εκφράζουν προβληματισμό και ανησυχία, πρόκειται για «ό,τι πολυτιμότερο έχουν»: Τα ίδια τους τα παιδιά.
Θεωρούμε αυτονόητο το ότι ξέρει πώς να βοηθήσει, αλλά την ίδια στιγμή είναι και «άσχετος» από αθλητισμό. Κάτι δεν ταιριάζει……
Αν δεν εξηγήσεις κάτι σε κάποιον, μην τον αξιολογείς. Κανείς δεν αξιολογείται σε κάτι που δεν γνωρίζει. Η ευθύνη εκπαίδευσης των γονέων «βαραίνει» όλους, παράγοντες, προπονητές και όσους ασχολούνται με τον αθλητισμό. Ο αθλητισμός του παιδιού ξεκινά από την εκπαίδευση των γονέων!
Εκπαίδευσέ τους, ενημέρωσέ τους και άφησε τους να αποφασίσουν αν κάνουν «καλό» ή «κακό» στα παιδιά τους. Και θα «αποφασίσουν» αν είναι καλό ή κακό είτε οι γονείς είτε η ίδια εξέλιξη του παιδιού!
Μάθετε Περισσότερα
Αθλητής με «κακή ψυχολογία»!
Αθλητής με «κακή ψυχολογία»!
Στο τέλος του αγώνα συνηθίζουμε να χρησιμοποιούμε τη φράση: «φταίει η κακή μας ψυχολογία». Όταν η απόδοση είναι μειωμένη αποδίδουμε την αιτία σε ψυχολογικά «φαινόμενα»: «δεν έχει καλή ψυχολογία-είναι αδύναμος ψυχολογικά!». Και την επόμενη ημέρα πηγαίνει στην προπόνηση για να δουλέψει την «κακή του ψυχολογία». Και πώς δουλεύεται;
Πολλές φορές ο ψυχολογικός παράγοντας, ως ο περισσότερο δυσδιάκριτος, αποτελεί τον «εύκολο» τρόπο να αιτιολογήσουμε το αποτέλεσμα. Αποδίδοντας την αιτία στην ψυχολογική κατάσταση, επιτυγχάνουμε την επίλυση μιας «γνωστικής ασυμφωνίας»: και αναγνωρίζουμε την κακή μας απόδοση και βρίσκουμε την αιτία. Είναι όμως η πραγματική; Και αν ναι, τι ακριβώς σημαίνει «κακή ψυχολογία»;
Είναι χρήσιμο για τον κάθε αθλητή να αποσαφηνίσει την αιτία της μειωμένης του απόδοσης. Είναι η ελλιπής τεχνική; Θα χρειαστεί περισσότερη προπόνηση και επανάληψη. Είναι η σωματική κατάσταση; Θα χρειαστεί περισσότερη δουλειά στη φυσική του κατάσταση. Είναι η μειωμένη ενέργεια; Απαιτείται βελτίωση των διατροφικών του συνηθειών. Ίσως να είναι και αρκετοί άλλοι παράγοντες, οι οποίοι «φταίνε» για το ανεπιτυχές αποτέλεσμα;
Και αν είναι η αιτία είναι η «Ψυχολογία»;
Κατ’ αρχάς είναι μάλλον αδόκιμος ο όρος καθώς όταν αναφερόμαστε στην «Ψυχολογία», συμπεριλαμβάνεται όλη η διάσταση της επιστήμης. Χρησιμοποιούμε τον όρο καταχρηστικά καθώς δυσκολευόμαστε να ορίσουμε τι ακριβώς «μας φταίει». Ψυχολογία είναι η επιστήμη, σε θέματα απόδοσης αναλύεται σε θέματα συναισθηματικά, πνευματικά και συμπεριφοράς. Ψυχολογική κατάσταση είναι η διάθεση, το κίνητρο να αγωνιστεί ο αθλητής, το ενδιαφέρον που δείχνει, η συναισθηματική και πνευματική του ενέργεια και ενεργοποίηση, το άγχος, η αυτοπεποίθηση, η συγκέντρωση και η δυνατότητα εστίασης στα κατάλληλα στοιχεία, η ικανότητα να διαχειρίζεται καταστάσεις και δυσκολίες, η συναισθηματική διαχείριση του εαυτού του. Πνευματικά στοιχεία όπως η λήψη αποφάσεων, η ταχύτητα σκέψης, η πνευματική αντίδραση, η δυνατότητα σύνθεσης και ανάλυσης πληροφοριών, συμπεριλαμβάνονται επίσης στον ψυχο-πνευματικό «παράγοντα».
Δεν φταίνε όλα!
Είναι πάρα πολλά τα στοιχεία του εν λόγω παράγοντα και η αδυναμία να τα διακρίνουμε οδηγεί και στην αδυναμία να τα βελτιώσουμε. Πιθανόν να σου φταίει «κάτι», αλλά αν δεν ορίσεις το «κάτι», θα αντιμετωπίσεις στο μέλλον τα ίδια προβλήματα. Γιατί, πώς θα δουλέψεις το «κάτι» στην προπόνηση;
Αν δεν διευκρινίζεις τι σου φταίει, τι θα διορθώσεις;
Αναζητώντας και βρίσκοντας το στοιχείο που οδηγεί στη μειωμένη απόδοση, θα το δουλέψεις και θα το βελτιώσεις. Στον επόμενο αγώνα θα εμφανιστείς καλύτερος και θα έχεις συνείδηση του εαυτού σου και των στοιχείων που «ορίζουν» την απόδοσή σου. Θα χρειαστεί να ψάξεις αρκετά, να ρωτήσεις προπονητές και συμπαίκτες, πιθανόν να απευθυνθείς και σε κάποιον ειδικό, καθώς είναι συνηθισμένο πολλοί αθλητές να βιώνουν μεν την απογοήτευση της μειωμένης απόδοσης, εντούτοις όμως να μην προσπαθούν να διευκρινίσουν και να δουλέψουν τα στοιχεία που θα τους κάνουν καλύτερους.
Η ψυχολογική κατάσταση είναι «παράγοντας» με καθοριστικό ρόλο στην απόδοση, αρκεί ο αθλητής να γνωρίζει ότι αυτό είναι το στοιχείο που χρειάζεται να δουλέψει και ταυτόχρονα, δουλεύοντάς το, αποκομίζει τεράστιο όφελος και βελτίωση της απόδοσής του.
Μάθετε ΠερισσότεραΝα χάνεις και να θες να κάνεις προπόνηση!
Ο αθλητισμός προσφέρει για τους συμμετέχοντες τη δυνατότητα να αναπτύξουν δεξιότητες και έννοιες, οι οποίες θα συμβάλλουν στη δόμηση μιας «λειτουργικής» προσωπικότητας. Δεξιότητες όπως η υπευθυνότητα, η συνέπεια, η αυτονομία θα βοηθήσουν να προσαρμοστεί στις όποιες υποχρεώσεις της «ενήλικης» καθημερινότητας. Ταυτόχρονα, κύριο όφελος του αθλητισμού, είναι το ότι παρέχει στον συμμετέχοντα τη δυνατότητα να αποκτήσει δεξιότητες με τη βοήθεια των οποίων θα ανταπεξέλθει σε «δύσκολες» συνθήκες της εξέλιξής του.
Οι έρευνες δείχνουν ότι για να βρεθεί ένας αθλητής σε υψηλό επίπεδο χρειάζεται να μπορεί να διατηρεί το κίνητρό του σε υψηλά επίπεδα στις δυσκολίες και τις όποιες αποτυχίες, όχι μόνο στις επιτυχίες.
Να χάνεις και να είσαι σε θέση να επανέλθεις, να απογοητεύεσαι και να δουλεύεις, να παλεύεις με τον εαυτό σου.
Όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά, αναδεικνύεται το πόσο μεγάλη επιθυμία έχει ο αθλητής για να πετύχει το στόχο του. Αν η καριέρα δομείται σε πρόωρη επιτυχία, δεν εξασφαλίζεται παράλληλα και η αντίστοιχη συνέχεια. Το αντίθετο μάλλον! Εκείνοι που πέτυχαν σε μικρή ηλικία και δεν βίωσαν την έννοια της αποτυχίας, δεν μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν στο μέλλον στις όποιες δυσκολίες προέκυψαν. Τους έλειψαν τα «αντισώματα» απέναντι στα συναισθήματα που δημιουργούν οι αποτυχίες, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν πρόωρα σε εγκατάλειψη.
Αν υπάρχει η άποψη ότι ο αθλητισμός είναι μέρος της ζωής του ανθρώπου, είναι απαραίτητο να εκπαιδευθεί στο «πώς να ξεπερνά τις δυσκολίες». Πώς μπορεί να συνεχίσει να δουλεύει μετά από ένα αποτυχημένο αποτέλεσμα, πώς είναι να πηγαίνει στην προπόνηση την επόμενη ημέρα μιας μεγάλης ήττας και να δουλεύει για να βελτιωθεί, πως θα διαχειριστεί τον εαυτό του και τα συναισθήματά του όταν διανύει μια δύσκολη περίοδο σε θέματα απόδοσης. Πώς μπορεί να «πείσει» τον εαυτό του να συνεχίσει όταν «τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά».
Έτσι θα είναι και η υπόλοιπη ζωή του: Επιτυχίες που δίνουν ενέργεια για τη συνέχεια και αποτυχίες για να «ενδυναμώσει» το θέλω του! Και όσο περισσότερο «αντιστέκεται» στις όποιες αποτυχίες, τόσο περισσότερη αυτοπεποίθηση αποκτά. Αισθάνεται ικανοποίηση από το «να μην το βάζει κάτω!».
Αυτό προσφέρει και ο αθλητισμός σαν τεράστιο εφόδιο, να συνεχίσεις να δουλεύεις χωρίς να έχεις την ενεργοποίηση που σου δίνει η επιτυχία, να δουλεύεις με το «πείσμα» που σου δίνει ο εαυτός σου. Από σεβασμό προς εκείνον και την προσπάθεια που έχει κάνει μέχρι τώρα!
Κίνητρο στην αποτυχία; Αν μπορείς να το βρεις, θα εξελιχθείς!
Μάθετε ΠερισσότεραΠροπόνηση αθλητών που δυσκολεύονται να προσπαθήσουν;
Ο αθλητισμός συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό παιδιών, με βασικό στόχο την ευχάριστη ενασχόλησή τους με μια δραστηριότητα η οποία συνδυάζει την άσκηση και τη διασκέδαση. Ταυτόχρονα τα παιδιά/αθλητές αποκομίζουν αρκετά άλλα οφέλη, αποβλέποντας στην ανάπτυξη στοιχείων προσωπικότητας, τα οποία θα τους βοηθήσουν στην προσαρμογή τους στην ευρύτερη κοινωνική τους ζωή. Ορισμένα από τα παιδιά συνηθίζουν στην προσπάθεια και συνεχίζουν στον αθλητισμό για μεγάλο χρονικό διάστημα, άλλα εγκαταλείπουν για διάφορους λόγους. Ένας από τους σημαντικότερους είναι και το ότι «δυσκολεύονται να προσπαθήσουν».
Αποτελεί ίσως φαινόμενο της εποχής, η αδυναμία των παιδιών να ανταποκριθούν στις όποιες απαιτήσεις του περιβάλλοντος, αν και είναι ανάλογες των ηλικιακών τους ικανοτήτων. Πιο απλά: Τα παιδιά μπορούν αλλά δεν θέλουν! ‘Η δεν έχουν μάθει πώς να επιθυμούν και να διεκδικούν αυτό που θέλουν.
Δεν έχουν μάθει να ζητάνε, να διεκδικούνε, να απαιτούνε, όταν χρειάζεται. Αν θέλουν κάτι, το ζητάνε από τους γονείς. Να πάρουν τηλέφωνο στον προπονητή, στο δάσκαλο, στο φροντιστήριο, στους φίλους του να τους καλέσουν στο σπίτι. «Να πάρει τηλέφωνο η μαμά μου στη μαμά του φίλου μου για να τον καλέσει στο σπίτι μου……(!)» Έλλειψη πρωτοβουλίας και στα βασικά, στις προσωπικές μου ανάγκες! Ακόμη και σε μεγαλύτερη ηλικία…..
Παιδιά που ίσως δεν έχουν μάθει να προσπαθούν, γιατί όλα έρχονται εύκολα καθώς τα παρέχουν οι γονείς, τους διευκολύνει η τεχνολογία, έχουν όλα όσα χρειάζονται, εύκολα και άμεσα. Τότε γιατί να προσπαθήσουν;
Και κάποια στιγμή είναι που χρειάζεται να προσπαθήσουν αλλά δεν το «ξέρουν» σαν έννοια. Και κατηγορούν τους άλλους που δεν τους το δίνουν.
Τα παιδιά που μεγαλώνουν μόνο με «ήπιες» και παθητικές συμπεριφορές από την πλευρά των γονέων, μάλλον θα δυσκολευτούν. Στα παιδιά είναι λειτουργικό να παρέχεται υποστήριξη και ενδιαφέρον, όχι ευκολίες και τα πάντα απλόχερα. Δεν έμαθαν να προσπαθούν και να διεκδικούν γιατί δεν χρειάστηκε να το κάνουν ποτέ κατά τη διαδικασία ανάπτυξής τους.
Ωστόσο οι γονείς είναι εκείνοι που θα επέμβουν να ρωτήσουν τον εκάστοτε προπονητή γιατί δεν εξελίσσεται ο μικρός αθλητής: «Ο γιος μου δεν βελτιώνεται». Αν πάει να ρωτήσει ο ίδιος το γιατί; Και αν ρωτήσει θα του πει ο προπονητής ότι δεν βελτιώνεται γιατί δεν προσπαθεί, για το λόγο αυτό δεν έχει φτάσει το επίπεδο των άλλων παιδιών ακόμη. Ακόμη….Αν προσπαθήσει περισσότερο μπορεί και να το φτάσει!
Αν και πάντα υπάρχει και η δεύτερη άποψη ότι «ακόμη και να προσπαθήσεις στη ζωή σου δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα πετύχεις σε κάθε περίπτωση το στόχο σου. Συμβιβάσου και με την μη επίτευξη.
Προσπάθησε και συνέχισε να προσπαθείς……..»
Μάθετε Περισσότερα
Γιατί αγχώνονται οι αθλητές;
Είναι ένα από τα κύρια «προβλήματα» των αθλητών. Αναστέλλει τη λειτουργικότητά τους, «χαλάει» την εμπειρία των αγώνων, μειώνει την απόδοσή τους. Ο αθλητής «εύχεται» να περάσει η μέρα του αγώνα, όσο πιο γρήγορα γίνεται. Νιώθει ένα διαρκές βάρος στο στομάχι, κόμπο στο λαιμό, βαρύ το σώμα του και αδυναμία σε οποιαδήποτε κίνηση ή σε διαφορετική περίπτωση, ένταση και υπερκινητικότητα. Το άγχος είναι για τον αθλητή ένας από τους ανασταλτικότερους παράγοντες ως προς την απόδοσή του.
Οι αιτίες του άγχους τοποθετούνται σε μία «νοητή γραμμή», στο επάνω μέρος της οποίας βρίσκονται οι πιθανότητες αποτυχίας επί των συνεπειών της αποτυχίας και στο κάτω μέρος, η ατομική ικανότητα του αθλητή επί της υποστήριξης που λαμβάνει. Το «κλάσμα» που σχηματίζεται φαίνεται να αποτελεί τη βάση των σκέψεων που δημιουργούν άγχος στους αθλητές. Οι σκέψεις «δεν είμαι έτοιμος», «δεν είμαι καλά προετοιμασμένος», «δημιουργούν» τις πιθανότητες αποτυχίας, με τις σκέψεις για τις «καταστροφικές» συνέπειες μιας ήττας για την προσωπική εικόνα του αθλητή να δημιουργούν τα έντονα αρνητικά συναισθήματα. Όταν παράλληλα ο ίδιος δεν θεωρεί τον εαυτό του ικανό να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις (ικανότητα) και δεν έχει την αντίστοιχη υποστήριξη (προπονητής-γονείς), το συναίσθημα εντείνεται προς την αρνητική κατεύθυνση.
Για την αντιμετώπιση του άγχους ο στόχος είναι η μείωση του αριθμητή και η αύξηση του παρανομαστή!
Η δυσκολία στην αντιμετώπιση του άγχους από τους αθλητές πολλαπλασιάζεται όταν ο παράγοντας που θα μπορούσε να αποτελέσει την «υποστήριξή» τους, όπως ο προπονητής ή οι γονείς, «μεταφέρονται» ακούσια στον αριθμητή του κλάσματος, αναφερόμενοι πλέον ως οι εκφραστές των «συνεπειών» της πιθανής αποτυχίας.
Η δυσκολία αντιμετώπισης του άγχους στον αθλητισμό μέσω μιας «θεραπευτικής» διαδικασίας, εντείνεται καθώς οι αγώνες των αθλητών έχουν σχεδόν εβδομαδιαία συχνότητα, οπότε και εκτίθενται στο ίδιο ερέθισμα διαρκώς, μη έχοντας τον απαιτούμενο χρόνο για να διαμορφώσουν μια νέα δομή λειτουργικών σκέψεων ή και να αναπτύξουν τον τρόπο διαχείρισης των καταστάσεων δίνοντάς τους μια πιο προσαρμοστική ερμηνεία.
Υπάρχει θεραπεία;
Η «θεραπεία» του άγχους περιλαμβάνει τρία βασικά στάδια: Την αποδοχή του ότι «έχω άγχος», τη διαχείρισή του («μπορώ να αγωνιστώ και με άγχος») και εν τέλει την αντιμετώπισή του, όπου και αναζητούνται οι λειτουργικές σκέψεις του αθλητή, σε μια προσπάθεια να «διαφοροποιήσει» τη στάση του απέναντι στον εαυτό του και το περιβάλλον του.
Η εικόνα και τα συμπτώματα του άγχους, όπως αυτό αναπτύσσεται στο αγωνιστικό περιβάλλον, διαμορφώνουν μια «ειδική» συνθήκη άγχους, όπου η «ανησυχία» εντείνεται όσο πλησιάζει ο αγώνας και σχεδόν εξαλείφεται με το πέρας του. Έως την επόμενη αγωνιστική υποχρέωση, όπου η εικόνα και τα συμπτώματα θα είναι στον ίδιο ή και σε μεγαλύτερο βαθμό δυσλειτουργικά, ο αθλητής έχει χρόνο να «δουλέψει» τις σκέψεις του και να εμφανιστεί περισσότερο «αισιόδοξος», επενδύοντας στην ψυχοπνευματική του βελτίωση.
Μάθετε ΠερισσότεραΠώς τα παιδιά επιλέγουν αθλήματα;
Το καλύτερο άθλημα για ένα παιδί είναι αυτό που βρίσκει διασκεδαστικό και ενδιαφέρον. Οι παράγοντες που συνδέονται με την επιλογή αθλήματος είναι αρκετοί και σχετίζονται είτε με το παιδί, είτε με τους γονείς αλλά και τη διαθεσιμότητα/προσβασιμότητα σε κάθε άθλημα. Ίσως δεν είναι εύκολο να καθοριστούν επακριβώς οι «κανόνες» που λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή αθλήματος, ίσως τελικά και να μην υπάρχει «σωστή» ή «λάθος» επιλογή. Πριν επιλέξουμε ένα άθλημα, θα χρειαστεί να διασαφηνίσουμε τι τελικά αναζητάμε: να το απολαμβάνει το παιδί, να «εκπληρώσει» την επιθυμία του γονέα ή να βρεθεί το πιο «βολικό» με βάση την απόσταση ή την ώρα προπόνησης;
Αν τεθεί ως προτεραιότητα η ευχαρίστηση του παιδιού τότε οι έρευνες δείχνουν ότι όταν τα παιδιά επιλέγουν «μόνα» τους το άθλημα που θα ακολουθήσουν, έχουν περισσότερες πιθανότητες να παραμείνουν σε αυτό για μεγάλο χρονικό διάστημα: «Παραμένω περισσότερο σε κάτι που εγώ έχω επιλέξει». Για την επιλογή αυτή, ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος είναι να εκτεθεί το παιδί σε μια ποικιλία από αθλήματα-δραστηριότητες, όπου οι επιθυμίες και οι ικανότητες του παιδιού θα λειτουργήσουν ως οδηγός για περαιτέρω δέσμευση.
Στην περίπτωση αυτή το παιδί έχει τη δυνατότητα να δοκιμάσει διαφορετικά αθλήματα και να επιλέξει αυτό που θα του φανεί πιο ενδιαφέρον και κυρίως, διασκεδαστικό. Θα επιλέξει ένα άθλημα γιατί σ’ αυτό βρίσκονται οι φίλοι του, γιατί συμπάθησε τον προπονητή, είτε γιατί του φάνηκε πολύ διασκεδαστική η εμπειρία της προπόνησης. Τα παιδιά κάνουν αθλητισμό με βασική αιτία τη διασκέδαση. Σε ό,τι επιλέξει, οι γονείς προσπαθούν να είναι ενθαρρυντικοί.
Ταυτόχρονα με τις επιλογές των παιδιών, οι ερευνητές προτείνουν να απασχολείται το παιδί και σε δεύτερο άθλημα παράλληλα, αν το επιζητεί. Αυτό θα συμβαίνει ως και την ηλικία των δώδεκα ετών περίπου, όταν και θα κληθεί να επιλέξει το άθλημα που τον ικανοποιεί περισσότερο ως μελλοντικό αθλητή.
Αν το παιδί έχει τη δυνατότητα να δοκιμάσει διαφορετικά αθλήματα στην ηλικία των 4-5 ετών, θα «ανακαλύψει» μόνο του τις όποιες ευκολίες ή δυσκολίες περιλαμβάνει το άθλημα, τις ιδιαιτερότητες που καλείται να διαχειριστεί σε κάθε περιβάλλον, την κλίση του σε ένα άθλημα. Αν το άθλημα του φανεί εύκολο και ευχάριστο και παράλληλα ο προπονητής φιλικός και ενθαρρυντικός, θα έχει διαμορφώσει ήδη μια πρώτη καλή εικόνα για το περιβάλλον του αθλητισμού, τέτοια που θα του «επιτρέπει» να διατηρηθεί στο χώρο για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Σε κάθε περίπτωση είναι επίσης σημαντικό να τονιστεί ότι ο διαχωρισμός σε «καλύτερα» και «χειρότερα» αθλήματα ίσως να είναι αδόκιμος. «Το καλύτερο» άθλημα είναι εκείνο που προβάλλει ως βασική επιδίωξη τη χαρά του παιδιού, εκείνο που ικανοποιεί τις ανάγκες του για κοινωνικοποίηση, χαρά, διασκέδαση. Και το «καλύτερο» ή «χειρότερο» δεν αναφέρεται εν τέλει στο άθλημα αλλά στις συνθήκες προπόνησης, στο περιβάλλον του αθλήματος, στον προπονητή και τη συμπεριφορά του.
Αν το παιδί έμμεσα «κατευθυνθεί» σε ένα άθλημα, δεν θα μας κάνει εντύπωση στο μέλλον η χαμηλή του δέσμευση και η δυσφορία που δείχνει την ώρα της αναχώρησης για την προπόνηση: Καλείται να πάει να διασκεδάσει σε ένα περιβάλλον που κάποιος «άλλος» επέλεξε για τη διασκέδασή του!
Μάθετε ΠερισσότεραΝα βλέπουν οι γονείς την προπόνηση;
Ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους τα παιδιά εισέρχονται και παραμένουν στον αθλητισμό είναι «για να με βλέπουν οι γονείς μου». Να βλέπουν το παιδί-αθλητή να προσπαθεί, να κουράζεται, να χαίρεται και να διασκεδάζει.
Αποτελεί εν τέλει «διασκέδαση» για τα παιδιά η συχνή παρουσία των γονέων στην προπόνηση; Για τους προπονητές «Όχι», για τους γονείς αποτελεί επιθυμία τους να παρακολουθούν τα παιδία να «αγωνίζονται».
Η «επίδραση» της παρουσίας των γονέων στην προπόνηση περιλαμβάνει μια σειρά από ειδικές συνθήκες.
Ο ρόλος του γονέα στην αθλητική δραστηριότητα του παιδιού είναι να του παρέχει τη συναισθηματική και υλική υποστήριξη που του χρειάζεται και να ενθαρρύνει τη δραστηριοποίησή του. Όταν παρακολουθεί και σχολιάζει την προπόνηση λέγοντας ακόμη και ότι «θα πρέπει να δίνεις μεγαλύτερη προσοχή στον προπονητή όταν μιλά» ή «θα πρέπει να είσαι πιο συγκεντρωμένος», μοιραία περνά σε σχολιασμό της παρουσίας του παιδιού στην αθλητική δραστηριότητα. Για την «επιβολή» των κανόνων στην προπόνηση υπεύθυνος είναι ο προπονητής και αποτελεί «μάθημα» για το παιδί η «υπακοή» σε κανόνες που θέτει κάποιος άλλος εκτός των γονέων. Είναι βήμα για την κοινωνικοποίησή του!
Είναι πολύ δύσκολο για έναν γονέα να παρακολουθεί σε καθημερινή βάση το παιδί στην προπόνηση και να μην μπει στον πειρασμό του «ξέρω!». Αν νιώσει ότι έχει αποκτήσει εικόνα του αθλήματος, θα αρχίσει να κρίνει την απόδοση του παιδιού στην προπόνηση, να σχολιάζει τα «επιτεύγματά» του, να κρίνει την αποτελεσματικότητα του παιδιού. Θα μπει στη διαδικασία της αξιολόγησης του αθλητή, ο οποίος κάνει αθλητισμό για να το διασκεδάσει! Θα μπερδευτούν οι ρόλοι, θα αναλύονται τεχνικά θέματα, θα «κατηγορείται» το παιδί για ελλιπή προσπάθεια, θα συγκριθεί με τους συμπαίκτες του, θα αναπτύξει άγχος και εν τέλει θα φύγει.
Στην περίπτωση αυτή για το γονέα, είναι καλύτερα να μην «ξέρει»!
Η παρουσία του γονέα αποτελεί μια «έμμεση» εμπλοκή στην προπονητική διαδικασία. Τα παιδιά «μπαίνουν στον πειρασμό» να κοιτάξουν τους γονείς κατά τη διάρκεια της προπόνησης, τους αναζητούν επιζητώντας οτιδήποτε μπορεί να τους δείξει ότι ο γονέας «είναι εκεί και με παρακολουθεί». Νιώθει ασφαλές με την παρουσία του γονέα και τον επιζητά διαρκώς. Ενίοτε θα χαθεί στην αναζήτηση, θα απεμπλακεί από την προπόνηση, θα χάσει τη συγκέντρωσή του, θα απογοητευθεί βλέποντας το γονέα να δυσανασχετεί με μια προσπάθειά του. Η εικόνα του παιδιού που κοιτάζει σε κάθε προσπάθειά του για να δει την αντίδραση του γονέα είναι δημιούργημα των «μεγάλων».
Τι άραγε ψάχνει; Ίσως και να μην ψάχνει κάτι, ίσως να φοβάται την αντίδραση του γονέα και το τι σημαίνει για εκείνον η «ανεπιτυχής προσπάθεια». Μια προσπάθεια ενός παιδιού που μπήκε στον αθλητισμό, «για να διασκεδάσει!».
Και αν ταυτόχρονα η εισαγωγή του παιδιού στον αθλητισμό γίνεται για να «αυτονομηθεί» σταδιακά και να νιώσει ασφαλές σε ένα άλλο κοινωνικό περιβάλλον, η παρουσία του γονέα αντιτίθεται εμφανώς στην όλη προσπάθεια. Θα αυτονομηθεί με τη διαρκή παρουσία του γονέα;
Από την άλλη πλευρά η μη παρουσία του γονέα στην προπόνηση αποτελεί ένα τρόπο για ενίσχυση της αλληλεπίδρασης με τους άλλους. Είναι ένας έμμεσος τρόπος να δείξουμε στο παιδί ότι μπορεί να εμπιστευτεί και άλλο περιβάλλον, πέραν του οικογενειακού, να νιώσει μέλος μιας ομάδας ανθρώπων από τους οποίους μπορεί να αντλήσει ασφάλεια και υποστήριξη. Κοινωνικοποίηση δηλαδή……
Οι έρευνες δείχνουν ότι όσο περισσότερο ο γονείς παρακολουθούν προπονήσεις, όσο περισσότερο εμπλέκονται στο άθλημα του παιδιού, τόσο πιο γρήγορα εκείνο εγκαταλείπει τον αθλητισμό ή συνηθίζει το να προσπαθεί μόνο όταν είναι παρών και ο γονέας. Αυτός ήταν εξαρχής ο στόχος;
Η διαρκής παρουσία στην προπόνηση υποδηλώνει στα παιδιά ότι η ευτυχία μας, με κάποιο τρόπο, εξαρτάται από την απόδοσή τους. Πιεστικό για τους νεαρούς αθλητές. Η ευτυχία των γονέων ωστόσο θα ήταν λειτουργικό να «εξαρτάται» και από τη δική τους δραστηριότητα. Από το τι έκανε ο ίδιος την ώρα της προπόνησης, πόσο περπάτησε, πόσο έτρεξε, από το βιβλίο που θα μπορούσε να είχε διαβάσει ή από όσα άλλα πράγματα θα μπορούσε να είχε κάνει σε ένα δίωρο προπόνησης του παιδιού.
Μάθετε ΠερισσότεραΓονέας σαν προπονητής!
Στο πλαίσιο του αθλητισμού αναπτύσσονται συχνά καταστάσεις, οι οποίες εκφράζουν ταυτόχρονα προσωπικές επιθυμίες και εσωτερικές συγκρούσεις. Φαινομενικά δείχνουν λειτουργικές, αν αναλυθούν ωστόσο περισσότερο, αναδεικνύονται οι προβληματισμοί που εμπεριέχονται. Μια από τις πιο δύσκολες συνθήκες που εμφανίζονται στο αθλητικό πλαίσιο είναι η «επιλογή» του γονέα να «διατηρεί» ταυτόχρονα δύο ιδιότητες, την αυτονόητη και «άθελά» του, εκείνη του «προπονητή».
Η εμπλοκή του γονέα δεν είναι πάντοτε «προσχεδιασμένη», προσπαθεί να δείξει ενδιαφέρον για τη συμμετοχή του παιδιού στον αθλητισμό, να είναι κοντά του όσο περισσότερο γίνεται, να συζητήσει τους προβληματισμούς τους και τις ανησυχίες του, ακόμα και όταν αυτές αναφέρονται σε σημεία που αποτελούν «δουλειά του προπονητή». Κάπου εκεί φαίνεται να υπάρχει ένα όριο αναφορικά στο ποιος είναι ο ρόλος του γονέα και ποιος του προπονητή.
Αν ο γονέας επιλέξει να εμπλακεί, η βασική δυσκολία έγκειται στην αδυναμία του γονέα-«προπονητή» και του παιδιού-αθλητή να διαχωρίσουν τους ρόλους τους. Παρατηρείται σύγχυση των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων του ενός προς τον άλλο. Ο γονέας στο αθλητικό πλαίσιο προσπαθεί να παρέχει συναισθηματική υποστήριξη, ενώ ο προπονητής επωμίζεται κυρίως την τεχνική καθοδήγηση του αθλητή. Η προσπάθεια για «ταύτιση» των δύο ρόλων, αναδεικνύει συνήθως ένα έντονα συναισθηματικά φορτισμένο «προπονητή», ο οποίος εκφράζεται μέσα από τον εκνευρισμό, την απογοήτευση, τη στεναχώρια, τον ενθουσιασμό, όλα σε υπερθετικό βαθμό, όπως και η διπλή ιδιότητά του. Μια ιδιότητα η οποία ακολουθεί τον «προπονητή» και στο σπίτι, όπου «κανονικά» θα αναλάμβανε τον ρόλο του γονέα, η σημαντικότητα όμως του αγώνα που «πέρασε» και τα έντονα συναισθήματα που άφησε, πυροδοτούν διαδοχικές συζητήσεις και στο οικογενειακό περιβάλλον της προπόνησης! Για τον αθλητή και τον γονέα σ’ αυτή την περίπτωση, η προπόνηση και ο αγώνας δεν τελειώνουν σχεδόν ποτέ, τοποθετώντας τους όλο και πιο βαθιά στους ρόλους τους. Το ερώτημα που εγείρεται πρώτιστα είναι το πότε πραγματικά αποφορτίζονται;
Ο αθλητής βιώνει περισσότερο έντονα την πεποίθηση ότι η αποδοχή του ως υιού ή κόρης από τον γονέα του, περνάει μέσα από την επιτυχημένη εμφάνιση στον αγώνα την οποία καλείται να αξιολογήσει ανάλογα ο «προπονητής» που είναι ο γονέας του! Για τον αθλητή οι απαιτήσεις εμφανίζονται να είναι πολλαπλάσιες.
Παράλληλα, ο αθλητής νιώθει ασφαλής στον αγωνιστικό χώρο εξαιτίας πιθανόν του συναισθηματικού δεσμού με τον γονέα που είναι «πάντα» παρών στο χώρο της προπόνησης και του αγώνα, ωστόσο κάποια στιγμή θα συνειδητοποιήσει ότι θα χρειαστεί να ζήσει μόνος του, να αυτονομηθεί, τόσο στην καθημερινότητά του όσο και στον αθλητισμό. Η «αποδέσμευση» σε εκείνη τη χρονική στιγμή θα είναι τόσο δύσκολη όσο και αναγκαία. Ανάλογα δύσκολο είναι και για τον γονέα να αποδεσμευτεί από τη «στενή προσκόλληση» καθώς ο ιός της υπερεμπλοκής προσβάλλει εύκολα αυτές τις σχέσεις!
Η διπλή ιδιότητα του γονέα-«προπονητή» είναι δύσκολη και ανέφικτη. Φαινομενικά κινείται με βάση την ανιδιοτέλεια και την υποστήριξη από την πλευρά του γονέα, αν αναλυθεί ωστόσο περισσότερο, καταδεικνύει μια σύγκρουση ρόλων, η οποία ορισμένες φορές καταλήγει σε «απομακρυσμένη» συνύπαρξη στην ίδια οικογένεια!
Μάθετε Περισσότερα